Το 1822 μια άμαξα κατηφόριζε το δρόμο κατευθυνόμενη προς το Εδιμβούργο της Σκωτίας. Ο Άρτσιμπαλτ Μπαλαντάιν, που συνήθιζε να ακολουθεί αυτή τη διαδρομή για να πάρει προμήθειες από την πόλη, αυτή τη φορά είχε μαζί του τον 13χρονο γιο του, Τζορτζ. Πατέρας και γιος πήγαιναν στο δικηγόρο για να υπογράψουν τα χαρτιά σύμφωνα με τα οποία ο μικρός θα δούλευε ως μαθητευόμενος για πέντε χρόνια στον Άντριου Χάντερ, παντοπώλη και έμπορο κρασιών και ποτών. Τη στιγμή της υπογραφής κανένας από τους παρευρισκόμενους δεν θα μπορούσε να φανταστεί την εξέλιξη που θα είχε ο μικρός, ο οποίος αργότερα τα κατάφερε να κάνει το όνομα του γνωστό σε όλο τον κόσμο. To παντοπωλείο της «αφρόκρεμας» Για τα επόμενα πέντε χρόνια ο Τζορτζ κουβαλούσε σακιά με αλεύρι, βρώμη και διάφορα άλλα αγαθά για το παντοπωλείο. ‘Oμως ταυτόχρονα αποκτούσε γνώσεις σχετικά με το πώς έπρεπε να παρασκευαστεί ένα καλό κρασί και ένα malt ουίσκι. Το 1827 o 19χρονος αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την εμπειρία του αλλά και την σχετικά καλή κατάσταση της οικονομίας ανοίγοντας παντοπωλείο σε ένα δρομάκι του Εδιμβούργου.
Μετά από τέσσερα χρόνια άνοιξε άλλο ένα και άρχισε να αποκτά σταθερή και καλή πελατεία. Το 1836 ο Μπαλαντάιν είχε μαζέψει ήδη αρκετά κεφάλαια για να επεκταθεί ανοίγοντας ένα ακόμη παντοπωλείο σε μία από τις πλέον αριστοκρατικές συνοικίες. Αυτό σύντομα προσέλκυσε την αφρόκρεμα όπως συγγραφείς, διανοούμενους και γιατρούς που συνέρρεαν στην περιοχή. Την εποχή εκείνη το ουίσκι έκανε τα πρώτα του βήματα και ο καθένας το παρασκεύαζε όπως ήθελε αφού δεν υπήρχε νομικό πλαίσιο (μόλις το 1908 η κυβέρνηση εξέδωσε ένα ξεκάθαρο ορισμό). Ο Μπαλαντάιν παρατήρησε ένα συνάδελφο του, ο οποίος έφτιαξε ουίσκι αναμειγνύοντας malts διαφορετικών ηλικιών, κάτι που εκείνη την εποχή αποτελούσε μέθοδο πολλών εμπόρων και ιδιοκτητών ταβερνείων, οι οποίοι ανακάτευαν φθηνά ουίσκι για να αυξήσουν τα κέρδη τους. Το ουίσκι που αναγνωρίστηκε από τη βασίλισσα Χωρίς να χάσει χρόνο, άρχισε τα πειράματα με διάφορα malts, με σκοπό να παρασκευάσει ένα ανώτερης ποιότητας ουίσκι, που θα ήταν το αγαπημένο των πλουσίων και αριστοκρατών.
Σιγά-σιγά άρχισε να και να θέτει νέα πρότυπα σε θέματα γεύσεις και αρώματος. Το αποτέλεσμα ήταν να παρασκευάσει ένα ουίσκι τον πρόδρομο του 17 years old, το οποίο άρχισε να το πουλάει σε όλη τη χώρα καθώς και στην Αγγλία μέσω διαφημίσεων, που έβαζε σε αγγλικά περιοδικά. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ο Τζορτζ Μπαλαντάιν παρασκεύαζε διάφορα ουίσκι, όλα με το όνομά του σε διακριτό σημείο, τα οποία πουλούσε σε όλο τον κόσμο.
Ο γιος του, Άρτσιμπαλτ, που τον διαδέχθηκε μετά το θάνατο του το 1891, κατάφερε και εδραίωσε την επιχείρηση του στην ελίτ της κοινωνίας. Συνέχισε δημιουργώντας τη δική του παραγωγή, ένα ουίσκι που τελειοποιήθηκε με το πέρασμα του χρόνου με αποτέλεσμα, το 1895, η Βασίλισσα Βικτώρια να του απονείμει την ανώτατη διάκριση ποιότητας ως εγκεκριμένου ποτού της βασιλικής οικογένειας..
Σήμερα το Ballantine’s είναι το δεύτερο σε πωλήσεις σκωτσέζικο ουίσκι στον κόσμο – και το πρώτο την Ευρώπη – έχοντας αποσπάσει πολλά μετάλλια και διεθνείς διακρίσεις για την ποιότητα του.