Πολλοί πιστεύουν ότι η πατρίδα του τζιν είναι η Αγγλία. Στην πραγματικότητα όμως ο Ολλανδός γιατρός Franciscus Sylvius παρασκεύασε το πρώτο eau de vie από άρκευθο το 1572. Ο καρπός αυτός χρησιμοποιούνταν παλιότερα σαν φάρμακο για το στομάχι και κατά της πανώλης. Σύμφωνα με καταγεγραμμένες μαρτυρίες ο Σίλβιους, θέλοντας να διατηρήσει τα κεδρόμηλα (άρκευθο), που χρησιμοποιούσε για φαρμακευτικούς σκοπούς, τα έβαζε σε ουδέτερο οινόπνευμα. Λίγο αργότερα δημιουργήθηκε το πρώτο αποστακτήριο από τον Lucas Bolls και η αρχή για την παραγωγή του τζιν είχε γίνει.
Το τζιν έγινε δημοφιλές στην Αγγλία, όταν ο Γουλιέλμος της Οράγγης που ανέβηκε στον θρόνο το 1689, επέτρεψε την χωρίς άδεια παραγωγή τζιν και ταυτόχρονα επέβαλε ένα βαρύ φόρο για όλα τα εισαγόμενα οινοπνευματώδη ποτά. Αυτό δημιούργησε μια αγορά χαμηλής ποιότητας , και χιλιάδες καταστήματα τζιν αναπήδησαν σε ολόκληρη την Αγγλία, Στα 1730 στο Λονδίνο υπήρχαν πάνω από 7,000 καταστήματα που πουλούσαν μόνο οινοπνευματώδη. Ο Ντανιέλ Νταφόε είχε γράψει για τον “τεράστιο αριθμό από μαγαζάτορες που πουλούσαν αποκλειστικά και εξ ολοκλήρου οινοπνευματώδη. Σε συγκεκριμένες περιοχές, ένα στα τέσσερα σπίτια πωλούσαν οινοπνευματώδη.Mια περίοδο που είναι γνωστή ως “Η Τρέλλα του Τζιν»(Gin Craze) .Hταν ένας τρόπος σε μια φτωχή εργατική τάξη, η οποία είχε μηδενική πρόσβαση σε απολαύσεις και διασκέδαση, προκειμένου να ξεφύγει για λίγο από τα προβλήματά της. Με ελάχιστα λεφτά μπορούσες να φτάσεις λιπόθυμος από το αλκόολ στο κρεβάτι του σπιτιού σου. . Με το 1740 η παραγωγή του τζιν είχε αυξηθεί έξι φορές πάνω από τη μπύρα, Στο Λονδίνο 12 .000.000 λίτρα αποστάγματος παραγόταν και καταναλωνόταν από μια πόλη 600.000 κατοίκων! Το Λονδίνο βίωνε για πρώτη φορά το τι σημαίνει το εκτεταμένο μεθύσι στους δρόμους του.
Gin Lane
Ο Γουίλιαμ Χόγκαρθ (1697-1764) ήταν Άγγλος ζωγράφος, χαράκτης και γελοιογράφος. Από την αρχή της δημιουργικής του πορείας, πίστευε ότι μπορούσε να εισάγει ένα νέο είδος ζωγραφικής, που θα είναι αρεστό στους πουριτανούς συμπατριώτες του, αρκεί το έργο του να έχει έναν διδακτικό στόχο.
Η γκραβούρα με τίτλο Gin Lane (33.8 x 31.7 cm, The Metropolitan Museum in Art, New York) εκδόθηκε το 1751 για την υποστήριξη του Βρετανικού νόμου που τέθηκε σε ισχύ, προκειμένου να μειωθεί η κατανάλωση των αλκοολούχων ποτών, η οποία θεωρήθηκε ως μία από τις κύριες αιτίες για την εγκληματικότητα στο Λονδίνο.
Στην Gin Lane αντικατοπτρίζεται η εξαθλίωση και η απόγνωση μιας κοινωνίας που καταναλώνει τζιν. Το κομβικό σημείο της εικόνας είναι η γυναίκα στο κέντρο. Ημίγυμνη, με τα πόδια της να καλύπτονται από συφιλιδικές πληγές, η μεθυσμένη μητέρα αφήνει το μωρό της να κατρακυλήσει προς το κελάρι Gin Royal. Δεν ανησυχεί για τίποτα, παρά μόνο για να ετοιμάσει τον καπνό της. Πάνω από το κελάρι διαβάζουμε τις φράσεις Drunk for a penny, Dead drunk for two pence, Clean straw for nothing (Μεθυσμένος για μια δεκάρα, μεθυσμένος μέχρι θανάτου για δύο πένες, καθαρό καλαμάκι δωρεάν). Σκηνές τρέλας πλαισιώνουν την κεντρική μορφή. Μπροστά της, πιο κάτω, κείτεται η σκελετωμένη φιγούρα ενός άντρα που κρατά ένα μπουκάλι, ενώ ένα φυλλάδιο με τίτλο Η πτώση της Gin Lane γλιστρά έξω από το καλάθι του. Στα αριστερά, άποροι μεταφέρουν τα υπάρχοντά τους στο ενεχυροδανειστήριο, και στα δεξιά κάποιοι άντρες καυγαδίζουν. Ένας άντρας έχει κρεμαστεί στην ερειπωμένη σοφίτα του. Ένας τρελός χοροπηδά, κρατώντας ένα νεκρό παιδί στα χέρια του και η μητέρα του μοιάζει να ουρλιάζει. Μία άλλη μάνα ποτίζει με τζιν το μωρό της, και ένα γυμνό μωρό βρίσκεται δίπλα από το φέρετρο της μητέρας του. Δύο ορφανά κορίτσια πίνουν τζιν. Φορούν κονκάρδες SG που δηλώνουν ότι βρίσκονται υπό τη φροντίδα της ενορίας Saint Giles. Το πρώτο μισό του 18ου αιώνα αυτή η περιοχή, ένας λαβύρινθος από στενά δρομάκια, ήταν περιβόητη ως η καρδιά της μανίας για τζιν. Καθώς μάλιστα σχεδόν όλοι έπιναν τζιν στο Λονδίνο.
Βγαίνοντας από το τέλμα
Το τέλος στην μανία για gin θα έρθει το 1751, όταν η Βρετανική κυβέρνηση σε μια προσπάθεια της να περιορίσει το φαινόμενο, θα θεσπίσει αυστηρούς Νόμους κάνοντας αδύνατη την παραγωγή του gin, αφού το κόστος για την εξασφάλιση σχετικής άδειας ήταν ιδιαίτερα υψηλό για τα δεδομένα της εποχής. Μετά από μια περίοδο μακράς ξηρασίας για το gin που διήρκησε για σχεδόν 100 χρόνια, τον 19ο αιώνα θα ξεκινήσει να βρίσκει τη χαμένη του αίγλη και τη θέση που του αξίζει και θριάμβευσε την δεκαετία του 1920 – την πρώτη περίοδο των κοκτέιλ που ακολούθησε τη λιτότητα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918).
Το Λονδρέζικο ξηρό τζιν με λεπτή γεύση του είναι πιο εύκολο να αναμίχθεί και γρήγορα έγινε το βασικό συστατικό σε μια σειρά από μοντέρνα ποτά – συμπεριλαμβανομένης του διαχρονικά παγκοσμίου φήμης Martini. Μέσα στα επόμενα είκοσι ή τριάντα χρόνια πολλά άλλα κοκτέιλ με απίθανα ονόματα ήρθαν για να αντικατοπτρίσουν την ζάλη και σοφιστικέ κοινωνία που τα δημιούργησε.Τώρα αναγνωρίζεται πλέον ως ένα κοσμοπολίτικο και δροσιστικό ποτό.