Είναι ευρέως γνωστό ότι η συνταγή για να φτιάξεις ουίσκι, με τα σκωτσέζικα πρότυπα, είναι εξαιρετικά απλή, αρκούν μόνο τρία συστατικά για να δημιουργηθεί το νερό της ζωής: βυνοποιημένο κριθάρι, νερό και μαγιά.
Ωστόσο το πως θα συνδυαστούν αυτά τα υλικά κάνουν το κάθε ουίσκι ξεχωριστό. Κάθε ένα από αυτά τα υλικά παίζει το ρόλο του στο τελικό αποτέλεσμα. Κάθε βήμα στη παραγωγή ουίσκι έχει ιδιαίτερη σημασία και βήμα βήμα δημιουργούνται αυτές οι γευστικές νότες που λατρεύουμε να διακρίνουμε όταν αποφασίζουμε να δοκιμάσουμε μια νέα ετικέτα.
Η γεύση, το σώμα, η μυρωδιά, η επίγευση, σίγουρα είναι οι πρωταγωνιστές μιας φιάλης ουίσκι, όμως συχνά ξεχνάμε τον κόπο, ανδρών και γυναικών της βιομηχανίας, που απαιτείται προκειμένου να πάρει σάρκα και οστά μια εμφιάλωση. Τίποτα δεν γίνεται μόνο του και παρόλο που ιστορικά το ουίσκι ήταν ανδροκρατούμενος χώρος με την πάροδο των χρόνων όλο και περισσότερες γυναίκες μπλέκονται στη παραγωγική διαδικασία.
Η βιομηχανία του ουίσκι εξελίσσεται, όλο και περισσότερες θέσεις καλύπτονται από γυναίκες. Άλλες νέες, άλλες με εμπειρία, κάποιες σε ηγετικές θέσεις ενώ άλλες σε πιο βοηθητικές όμως κάθε μια έχει να προσθέσει το δικό της λιθαράκι στην ανάπτυξη του αγαπημένου μας αποστάγματος. Είναι ξεκάθαρο ότι στις μέρες μας, η βιομηχανία του ουίσκι, παρόλο που η αναλογία ανδρών-γυναικών είναι ακόμα δυσανάλογη, αποτελεί έναν εξαιρετικό χώρο εργασίας για όποιες γυναίκες αποφασίσουν να ακολουθήσουν το συγκεκριμένο εργασιακό μονοπάτι.
Πάμε όμως να δούμε ποιες ήταν οι πρωτοπόρες αυτές γυναίκες που άλλαξαν τους κανόνες του παιχνιδιού και θέσανε τις βάσεις ούτως ώστε σήμερα το ουίσκι να μην είναι αποκλειστικά μια αντρική υπόθεση.
Elizabeth Cumming – Η επιχειρηματίας
Μπορεί το προβεβλημένο όνομα της οικογένειας Cumming να είναι η πεθερά της, Helen, που μαζί με τον άντρα της John θέσανε το 1824 στο Mannoch Hill τις βάσεις του Cardhu distillery. Νομίζω οτι όλοι έχουμε δει τη διαφήμιση του Cardhu που δείχνει τη Helen Cumming με τη σημαία να ειδοποιεί όταν ερχόταν έλεγχος και όλοι ξέρουμε τις ιστορίες που λένε ότι πουλούσε φιάλες ουίσκι από το παράθυρο σε ταξιδιώτες της περιοχής.
Όμως το πραγματικό επιχειρηματικό δαιμόνιο το είχε η γυναίκα του γιού της Lewis, Elizabeth, η οποία ανέλαβε το αποστακτήριο μετά το θάνατο του άντρα της το 1872.
O Alfred Barnard, στο βιβλίο του The Whisky Distilleries of the United Kingdom, που έγραψε το 1887, αναφέρεται στην Elizabeth Cumming γράφοντας χαρακτηριστικά: ‘’Η κ. Lewis Cumming διοικούσε προσωπικά την επιχείρηση για δεκαεπτά χρόνια και μόνο στις συνεχιζόμενες προσπάθειες της οφείλεται η επιτυχία του αποστακτηρίου. Ήταν αυτή η κυρία που διεύρυνε το αποστακτήριο το 1884. Πριν από αυτήν, το αποστακτήριο μπορούσε να παράγει μόνο 500 γαλόνια την εβδομάδα όμως μετά τις αλλαγές που πραγματοποίησε και τις εκτεταμένες προσθήκες, το νέο αποστακτήριο έδινε 1.680 γαλόνια την εβδομάδα. Ως συγγραφέας και ανταποκριτής, έχω πειστεί ότι η κυρία Cumming έχει αφήσει το δικό της στίγμα και θα πρέπει να θεωρείται ισότιμη σε αυτή τη χώρα.’’
Ως αποτέλεσμα των επιχειρηματικών της κινήσεων, το 1893 πουλάει το αποστακτήριο στην εταιρεία Johnnie Walker and Sons, με τη διαβεβαίωση ότι ο γιος της John θα παραμείνει ως μέλος στο διοικητικό συμβούλιο και κανένας υπάλληλος δεν θα χάσει τη θέση εργασίας του καταφέρνοντας έτσι ουσιαστικά να εξασφαλίσει το μέλλον της οικογένειας της αλλά και των υπαλλήλων του Cardhu distillery.
Σε μια εποχή που ο χώρος των επιχειρήσεων δεν ήταν προσβάσιμος στο γυναικείο φύλο, η Elizabeth άλλαξε πρόωρα τη δομή της βιομηχανίας του ουίσκι. Κατάφερε παράλληλα με τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες να μεγαλώσει 4 παιδιά, μεταμόρφωσε το μέρος αγοράζοντας 16 στρέμματα και επένδυσε σε ολοκαίνουρια κτήρια και σε προσωπικό προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες των blenders στους οποίους πουλούσε ουίσκι.
Elizabeth Leitch “Bessie” Williamson – Η Kυρία του νησιού
Όταν αποδέχτηκε μια, κατά τα άλλα προσωρινή, καλοκαιρινή εργασία στο αποστακτήριο του Laphroaig κανείς δεν περίμενε ότι αυτή η γυναίκα θα γινόταν μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες στο χώρο του ουίσκι, σε μια εποχή όπου οι λιγοστές γυναίκες οι οποίες δούλευαν στα αποστακτήρια διατηρούσαν θέσεις καθαρίστριας ή γραμματειακής υποστήριξης.
Η Bessie γεννήθηκε το 1910 στη Γλασκόβη και προέρχονταν από μια οικογένεια που δεν είχε σχέσεις με τη βιομηχανία του ουίσκι. Τελείωσε τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο της Γλασκόβης το 1932 και τα σχέδια της ήταν να γίνει δασκάλα. Το καλοκαίρι του 1934 όμως, αποφασίζει να πάει με την καλύτερή της φίλη Margaret Prentice για διακοπές στο Islay. Μαθαίνει ότι υπάρχει ελεύθερη θέση για προσωρινή δουλειά στο αποστακτήριο του Laphroaig, κάνει αίτηση, την αποδέχονται και από εκείνη τη στιγμή δεν ξαναγύρισε πίσω.
Δουλεύει απευθείας με τον Ian Hunter, ιδιοκτήτη του αποστακτηρίου και μετά το εγκεφαλικό που παθαίνει ο Hunter το 1938 αναλαμβάνει θέση στο management της εταιρείας.
Το 1944, όταν το αποστακτήριο είναι έτοιμο να ξαναρχίσει την παραγωγή αφού χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη πυρομαχικών κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μεταβιβάζεται ο έλεγχος στην ίδια. Η εταιρεία D Johnston & Co γίνεται ανώνυμη το 1950 και η Bessie πήρε ένα μικρό ποσοστό των μετοχών.
Μετά το θάνατο του Hunter, η Bessie είναι το απόλυτο αφεντικό στο Laphroaig και υπό την ηγεσία της ο αγαπημένος μας ‘’βάτραχος’’ γνωρίζει μέρες δόξας. Η Williamson έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την άνθηση του Σκωτσέζικου ουίσκι στην Αμερική. Ήταν η μοναδική γυναίκα που διοικούσε ένα αποστακτήριο τον 20ο αιώνα στη Σκωτία και προσέφερε όσο κανείς στην ανάδειξη και τον εκσυγχρονισμό του Laphroaig, ενώ παρέμεινε ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της D Johnston & Co Ltd, μέχρι να αποσυρθεί το 1972.
Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι η κυρία του Laphroaig έγινε μια από τις πιο αγαπητές προσωπικότητες στο Islay για τη συμβολή της στην κοινωνική και επιχειρηματική ζωή του νησιού. Έχει διαδραματίσει εξέχοντα ρόλο στο αγροτικό ινστιτούτο των γυναικών της Σκωτίας και έχει διοργανώσει πολλές εκδηλώσεις προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για τη βοήθεια της τοπικής κοινότητας. Το 1963, της απονεμήθηκε η τάξη του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη (Order of St John) για το φιλανθρωπικό της έργο.
Rita Taketsuru – 竹鶴リタ – Η μητέρα του Γιαπωνέζικου ουίσκι
Η Jessie Roberta Cowan, όπως είναι το κανονικό της όνομα, γεννημένη το 1896 στο Kirkintilloch, μια μικρή πόλη κοντά στη Γλασκόβη έπαιξε ζωτικό ρόλο στην εισαγωγή του ουίσκι στην Ιαπωνία. Αν ο πατέρας του Γιαπωνέζικου ουίσκι είναι ο Masataka Taketsuru τότε σίγουρα η Rita είναι η μητέρα του.
Ήταν η κόρη του τοπικού γιατρού και έζησε όμορφα και ξέγνοιαστα παιδικά χρόνια. Μετά το θάνατο του πατέρα της όμως η οικογένεια άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες και κάπου εκεί η Jessie, ή Rita αν προτιμάτε, γνωρίζει τον μελλοντικό σύζυγο της Masataka Taketsuru ο οποίος επισκέπτονταν το σπίτι της οικογένειας προκειμένου να διδάξει τον μικρότερο αδελφό της Campbell τη πολεμική τέχνη του judo. Το ζευγάρι παντρεύτηκε στις 8 Ιανουαρίου του 1920 παρά τις αντιρρήσεις της κοινωνίας (ιδιαίτερα από τη πλευρά του γαμπρού) λόγω της διαφορετικής κουλτούρας και πήγαν να ζήσουν στην Ιαπωνία.
H Rita στήριξε τον άντρα της με όλες της τις δυνάμεις. Σύμφωνα με τον international sales manager της Nikka, Emiko Kaji o ρόλος της Rita Taketsuru ήταν κάτι παραπάνω από καταλυτικός προκειμένου να πραγματοποιήσει ο άντρας της όνειρό του. Εκτός από τις διασυνδέσεις της στη Σκωτία και τη φυσική της παρουσία, βοήθησε και οικονομικά την επιχείρηση σε πολύ δύσκολες εποχές. Τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς τη δική της συνεισφορά.
Βασίλισσά Victoria – Το στέμμα στην υπηρεσία του ουίσκι
Με ευκολία θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε ως τη βασίλισσά του ουίσκι. Είναι δύσκολο να φανταστούμε τη σκληρή μονάρχη σαν ένα party animal όμως το πάθος της για το απόσταγμα ήταν τόσο μεγάλο που η αριστοκρατία της εποχής απαρνήθηκε το κονιάκ για χάρη του ουίσκι.
Εικάζεται ότι η Βασίλισσα ανακάλυψε το ουίσκι όταν εκείνη και η σύζυγός της, ο Πρίγκιπας Αλβέρτος, επισκέφθηκαν τα Highlands για πρώτη φορά το 1842. Παρόλα αυτά όμως υπάρχουν αναφορές ότι το 1841 ο πρίγκιπας της Ουαλίας, Charles A Murray, μέλος της βασιλικής αυλής έγραψε ένα γράμμα στον Daniel Campbell του Islay, ζητώντας ένα βαρέλι ουίσκι για το κελάρι της βασίλισσας από το καλύτερο Islay Mountain Dew. Το βαρέλι, φαίνεται να παραδόθηκε στο J Christie Esq, Gentleman του βασιλικού κελαριού στο St James’ Palace στο Λονδίνο.
Γνωρίζουμε ότι μέχρι τότε, η Βικτώρια είχε δώσει τη βασιλική σφραγίδα αναγνώρισης (Royal Warrant) σε δύο αποστακτήρια της Σκωτίας στην ηπειρωτική χώρα. Πρώτο πήρε το αποστακτήριο Brackla που ανήκε στο πρώην στρατιωτικό, William Fraser, και είχε πρωτοπορήσει με την απόκτηση ενός Royal Warrant από τον πατέρα της Βικτόρια, William IV.
Η Βικτώρια ανανέωσε το ένταλμα το 1838, λίγο μετά την άφιξη της στο θρόνο, και στη συνέχεια έδωσε ένα δεύτερο Royal Warrant στον σκωτσέζο αθλητή και παραγωγό ουίσκι Captain William Barclay του Glenury. Από τότε τα αποστακτήρια αυτά μετονομάστηκαν σε Royal Brackla και Royal Glenury και απέκτησαν σεβασμό πέρα από κάθε φαντασία.
Επόμενο αποστακτήριο που πήρε το περίφημο Royal Warrant ήταν το αποστακτήριο του Lochnagar στο Aberdeenshire. Το 1848 η βασιλική οικογένεια απέκτησε στην κατοχή της το Balmoral Castle στις όχθες του ποταμού Dee, κοντά στο αποστακτήριο του δαιμόνιου John Begg. Ο Begg είδε την ευκαιρία και δεν την άφησε να πάει χαμένη. Έστειλε ένα σημείωμα στους νέους γείτονες του, καλώντας τους να επισκεφθούν το Lochnagar και την επόμενη μέρα η βασίλισσα, ο Πρίγκιπας Άλμπερτ, δύο πρίγκιπες και μια πριγκίπισσα εμφανίστηκαν στο κατώφλι του. Η επίσκεψη στέφτηκε με μεγάλη επιτυχία και ο John Begg έλαβε το Royal Warrant. Το Lochnagar έγινε το τρίτο «Βασιλικό» αποστακτήριο και μετονομάστηκε σε Royal Lochnagar.
Η Βασίλισσα που αγάπησε το ουίσκι, το στήριξε και το βοήθησε να ανθήσει ήταν ο ορισμός αυτού που λέμε σήμερα ”whisky aficionado”.
Αυτές λοιπόν είναι οι 4 γυναίκες που άλλαξαν τους κανόνες του παιχνιδιού, χάραξαν τη δικιά τους πορεία, κόντρα στην εποχή τους και έγραψαν με χρυσά γράμματα το όνομά τους στην ιστορία του ουίσκι!
Τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς αυτές!!
Πηγή: http://www.travelandwhisky.eu/